Παραμύθια



Παραμύθια σχόλια στην επικαιρότητα

H χώρα των δαχτυλιδιών

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια χώρα με πολύ χρυσάφι. Από παλιά οι κάτοικοι της έφτιαχναν σπουδαία πράγματα με το χρυσάφι. Αγάλματα, χρυσούς ήλιους, χρυσά στεφάνια, σταυρούς, χρυσά δαχτυλίδια. Δούλευαν πολύ για να τα φτιάξουν.
 Έτσι έκαναν γνωστή τη χώρα τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Όλοι τους θαύμαζαν. Σε αυτή τη χώρα ζούσαν πολλοί σοφοί και αρκετοί φωτισμένοι δάσκαλοι.
Κάποιοι βασιλιάδες από άλλες χώρες την ζήλευαν. Πολλές φορές κατάφεραν να την νικήσουν και να αρπάξουν πολλά από τα πλούτη της. Όμως ο λαός της κατάφερνε ενωμένος να ελευθερώνεται. Είχε και σπουδαίους στρατηγούς.
Είδαν και απόειδαν οι ξένοι βασιλιάδες να κάνουν δούλους τους, τους κατοίκους της χώρας μα ποτέ δεν τα κατάφερναν.Έτσι κάποτε σκέφτηκαν  να βάλουν το λαό της σε διχόνοια. Τάχα μου για να τους βοηθήσουν να λύσουν τις διαφορές τους. Έτσι έβαλαν ξένο βασιλιά, για πάντα.
Ο βασιλιάς μόλις έφτασε στη χώρα διάταξε να του φτιάξουν ένα χρυσό στέμμα. Έτσι και έγινε. Σε κείνον οι άλλοι βασιλιάδες του έκαναν δώρο ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι.
-Μόνο ο πρωτότοκος γιός, με αυτό το δαχτυλίδι, θα γίνεται βασιλιάς, του είπαν.
Έτσι γινόταν για χρόνια. Βασιλιάς γινόταν πάντα ο πρωτότοκος γιός του βασιλιά.
Κάποιοι παμπόνηροι όμως από το λαό, ήθελαν και κείνοι να γίνουν βασιλιάδες. Για να ζουν βασιλικά. Ήθελαν πολύ να μάθουν που κρύβει ο βασιλιάς τις νύχτες το δαχτυλίδι του και να βρουν τρόπο να του το κλέψουν.
-Θα του το πάρουμε και θα γίνουμε εμείς βασιλιάδες, έλεγαν και ξανάλεγαν.
Σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν. Μια μέρα ένας από αυτούς κάλεσε τους άλλους και τους είπε:
-Δεν πάμε μέρα να κλέψουμε του βασιλιά το δαχτυλίδι;
-Πώς να γίνει αυτό, του λένε, αφού ο βασιλιάς το φοράει;
-Πάμε να ρωτήσουμε τους σοφούς. Αυτοί θα ξέρουν, τους λέει τότε αυτός.
 Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα πάνε στο βασιλιά, όλοι μαζί για να κουβεντιάσουν, όπως του ‘παν, μια μεγάλη υπόθεση. Ο βασιλιάς τους καλοδέχτηκε. Έτσι κατάφεραν να μπουν στο παλάτι. Την ώρα που κουβέντιαζαν, ξαφνικά άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους. Καβγάς μεγάλος. Φωνές, αντάρες. Ο βασιλιάς τα ‘χασε. Άπλωσε τα χέρια του για να τους χωρίσει. Τότε ένας από αυτούς, ο πιο επιτήδειος, άρπαξε το δαχτυλίδι και έφυγε. Οι άλλοι συνέχιζαν να τσακώνονται. Μέχρι να καταλάβει ο βασιλιάς ότι έχασε το δαχτυλίδι, ο άλλος γύριζε σε χώρες και χωριά  το ‘δειχνε και έλεγε:
-Πήρα από το βασιλιά το δαχτυλίδι.
Την άλλη μέρα έγινε αρχηγός του κράτους. Τους άλλους ο βασιλιάς τους κράτησε στο παλάτι, γιατί του είπαν ότι θα τον βοηθήσουν να πάρει πίσω το δαχτυλίδι του.
Ο νέος αρχηγός έβαλε στρατηγούς να φυλάνε το βασιλιά και το λαό, που άρχισε να φωνάζει.
-Πληρώνουμε φόρους για το βασιλιά, πληρώνουμε και για τους στρατηγούς, που κάθε μέρα περισσεύουν.
Ο νέος αρχηγός, διάταξε να κλειστούν στις φυλακές, όλοι οι σοφοί και μεγάλοι δάσκαλοι. Γιατί αυτοί όπως έλεγε:
-Αυτοί με τα λόγια τους ξεσηκώνουν το λαό.
 Έτσι έκανε ότι ήθελε και δεν μιλούσε κανείς.
Μια μέρα κάποιοι από τους φιλοξενούμενους του βασιλιά, που ήθελαν πολύ και αυτοί να γίνουν αρχηγοί, αποφάσισαν να κλέψουν το δαχτυλίδι από το νέο αρχηγό. Σκέφτηκαν ξανασκέφτηκαν και ντύθηκαν γυναίκες. Τον έπαιρναν από πίσω, όπου και αν πήγαινε. Κανείς δεν τους είχε καταλάβει.
-Όποιος καταφέρει και πάρει το δαχτυλίδι, θα γίνει αρχηγός αυτός και τα παιδιά του, για πάντα, έλεγαν.
 Μια μέρα που οι στρατηγοί με τον αρχηγό,  πήγαν να εγκαινιάσουν ένα γιοφύρι, έπεσε το δαχτυλίδι του αρχηγού μέσα στις λάσπες. Ένας από αυτούς στο λεπτό το αρπάζει. Γύρισε και το φώναξε σε όλη τη χώρα.
-Έκλεψα, έκλεψα το δαχτυλίδι.
Έτσι έγινε αρχηγός. Τους υποσχέθηκε μάλιστα ότι το γιοφύρι θα το κάνει το πιο μεγάλο της χώρας, να φαίνεται παντού. Κάποια μέρα πέθανε αυτός. Πήρε ο γιος του το δαχτυλίδι και έγινε αρχηγός. Μια μέρα κάπου του έπεσε και το ‘χασε. Το πήρε ένας άλλος που την άλλη μέρα έγινε αρχηγός. Μια μέρα του πέσε και αυτουνού και το ‘χασε. Το βρήκε ένας άλλος και έγινε αρχηγός. Μετά το πήρε ο γιος του πρώτου, ο ανιψιός του δεύτερου, ο ξάδερφος του τρίτου, μετά ο γιός του άλλου και έγιναν όλοι τους αρχηγοί.
 Ένας μάλιστα ήθελε να βάλει και την κόρη του αρχηγό. Είχε τη μορφή του δράκου και έλεγαν ότι έχει στο σπίτι του σαράντα τουαλέτες.  Δεν τα κατάφερε ποτέ. Όλοι τον έλεγαν γκαντέμη. Η κόρη του δεν έγινε αρχηγός, και ήταν πολύ στενοχωρημένη.
Ξέχασα να σας πω, ότι το γιοφύρι που εγκαινίασε ο πρώτος επιτήδειος, δεν έχει φτιαχτεί μέχρι σήμερα.
Τέλος πάντων ο κάθε αρχηγός έβαζε και νέους φόρους στον λαό. Ήθελε να ζει βασιλικά αυτός,  οι συγγενείς και οι φίλοι του. Έτσι γινόταν χρόνια πολλά. Ο λαός δούλευε σκληρά και οι αρχηγοί ζούσαν με όλα τους τα μεγαλεία.
Σε αυτή τη χώρα οι αρχηγοί έχουν γίνει φίλοι μεταξύ τους, και συναντιούνται όλοι μαζί, όταν ο λαός υποφέρει. Τότε παίζουν ένα παιχνίδι για να εντυπωσιάσουν. Κάθονται σε ένα κύκλο όλοι και κοιτάζονται στα μάτια. Τότε ο παλιός αρχηγός κρύβει το δαχτυλίδι και λέει:
-Έχασα, έχασα το δαχτυλίδι, όποιος το βρει θα το παντρευτεί.
Τότε αυτοί ψάχνουν από δω, ψάχνουν από κει, ε και κάποιος θα το βρει. Αυτός γίνεται αρχηγός. Κάθε φορά που γίνεται νέος αρχηγός, γλεντάνε, τρώνε και πίνουνε οι δικοί του άνθρωποι που κάθε φορά γίνονται και πιο πολλοί. Και κανενού δεν δίνουνε.
Έτσι ο λαός δουλεύει μέρα νύχτα για να ζουν οι φίλοι τους και οι αρχηγοί βασιλικά. Όμως πια όσο και να δουλεύουν δεν μπορούν να ζήσουν.  Όλα τα πλούτια, με τον καιρό,  τα πούλησαν οι αρχηγοί μαζί με τους φίλους τους σε άλλα βασίλεια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι άλλοι βασιλιάδες ζητάνε πίσω τα δανεικά που τους έδιναν για να φτιάξουν το γιοφύρι.
 Έτσι έβαλαν ξένους επιστάτες στην χώρα για να καταφέρουν να πάρουν πίσω τα δανεικά. Μάλιστα κράτησαν για ενέχυρο και το ίδιο το δαχτυλίδι του αρχηγού.
Αυτός έβαλε νέους φόρους στο λαό. Πολλοί αναγκάστηκαν να πουλήσουν την περιουσία τους ακόμα και στους εχθρούς στους, για να μπορέσουν να πληρώσουν τους φόρους. Από τότε ο λαός ζει δυστυχισμένος, οι αρχηγοί ζουν πάντα καλά και οι επιστάτες ακόμα καλύτερα.
Ξέχασα να σας πω πως οι αρχηγοί για να ζουν ακόμα καλύτερα, πούλησαν και αυτά που δεν πουλιόνται σε μια χώρα. Πούλησαν τα γεφύρια, τους δρόμους, τα λιμάνια, το νερό και ό,τι άλλο τους κατέβαινε.
 Έτσι ζουν αυτοί βασιλικά και εμείς εδώ καλύτερα.  Όσο για την χώρα, δεν είναι πια χώρα…  

Δημήτρης Αβούρης
Από το περιοδικό «Το παραμύθι»



Το παιδ που δεν ήξερε να γελει και να κλαει

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που έκλαιγε χαρούμενα και γελούσε λυπημένα. Οι γονείς του ανησυχούσαν πολύ. Έτσι μια μέρα αποφάσισαν να τον πάνε σε ένα γιατρό. Ο γιατρός τον εξέταζε πολλές ώρες μα δεν του βρήκε τίποτα. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αποφάσισαν να τον πάνε στον ξακουστό μάγο που ζούσε βαθιά στο δάσος.
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν στο σπίτι του μάγου. Ο μάγος τότε έδωσε στο παιδί να πιεί ένα μεγάλο φλιτζάνι με τριμμένα βότανα. Μόλις το ήπιε όλο, ο μάγος κοίταξε το φλιτζάνι και κατάλαβε ότι το παιδί ήταν μαγεμένο. Κανείς όμως δεν μπορούσε να λύσει τα μάγια παρά το ίδιο το παιδί. Έτσι ο μάγος είπε στους γονείς ν’ αφήσουν το παιδί να ταξιδέψει μόνο του για να λύσει τα μάγια του. Οι γονείς έτρεμαν από τον φόβο και τη στενοχώρια τους, αλλά δεν είπαν τίποτα. Έφυγαν. Τότε το παιδί, προτού καν ξεκινήσει το ταξίδι του, βρήκε το πρώτο πιο λυπητερό πράγμα: ν’ αποχωρίζεσαι τους γονείς σου. Τότε δάκρυσε. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του τη λύπη. Ξεκίνησε όμως, γιατί ήθελε να λύσει τα μάγια του όσο πιο γρήγορα γινόταν για να ξαναβρεί τους γονείς του.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, βρέθηκε σε μια έρημο. Δεν είχε ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε έβλεπε τίποτα. Μόνο βουνά από άμμο.
– Δεν θα βγω ποτέ από αυτή την έρημο, είπε.
Τότε τον έπιασαν τα κλάματα, έπιασε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Έμεινε εκεί πολλή ώρα. Το πήρε απόφαση. Σηκώθηκε και προχώρησε. Δεν είχε άλλη λύση αν ήθελε να λύσει τα μάγια του.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και ξαφνικά μπροστά του βλέπει έναν κάκτο και λίγο πιο πέρα μια καμήλα.
Βρήκε έναν κάκτο νερό να πιει
μία καμήλα από την έρημο να βγει.
Άρχισε να τρέχει και να γελά από τη χαρά του. Κι όσο πιο πολύ γέλαγε τόσο πολύ έτρεχε. Κι όσο πιο πολύ έτρεχε τόσο πιο πολύ γέλαγε. Αφού ήπιε νερό από τον κάκτο, ανέβηκε στην καμήλα και συνέχισε το ταξίδι του μέσα στη νύχτα. Αποκοιμήθηκε πάνω στην καμήλα.
Μόλις ξύπνησε είχε φτάσει σε ένα πολύ πλούσιο χωριό. Όμως εκεί όλοι οι άνθρωποι ήταν αμίλητοι και θλιμμένοι. Τότε τους ρώτησε:
– Γιατί είστε λυπημένοι;
Κι αυτοί απάντησαν:
– Είμαστε πλούσιοι μα είμαστε γέροι και δεν έχουμε παιδιά. Πού να τη βρούμε τη χαρά;
 – Γιατί δεν έχετε παιδιά; ρώτησε τότε το παιδί.
– Γιατί ήμασταν τσιγκούνηδες, κοιτούσαμε μόνο να μαζεύουμε χρήματα και να μη χαλάμε.
Το παιδί τούς λυπήθηκε μα έπρεπε να συνεχίσει. Μετά από μια μέρα και μια νύχτα έφτασε σε ένα άλλο χωριό. Εκεί είχε περάσει ο πόλεμος. Όλα ήταν μαύρα, καμένα. Ξαφνικά μαζεύτηκαν γύρω του πολλά παιδιά.
– Πού είναι οι γονείς σας; ρώτησε το παιδί.
– Δεν έχουμε γονείς, σκοτώθηκαν στον πόλεμο, είπαν τα παιδιά.
Τότε το παιδί έκλαψε πάλι. Ένιωσε ότι είχε αρχίσει να μεγαλώνει. Του ήρθε μια ιδέα. Μάζεψε όλα τα παιδιά και τους είπε να το ακολουθήσουν. Περπάτησαν μια μέρα και μια νύχτα και έφτασαν στο πλούσιο χωριό. Οι γέροι γέλασαν για πρώτη φορά στη ζωή τους και τα παιδιά γέλασαν κι εκείνα μετά από πολύ καιρό. Το παιδί γελούσε κι αυτό με τη χαρά τους κι έκλαιγε μαζί από συγκίνηση.
Ξαφνικά κατάλαβε ότι τα μάγια του είχαν λυθεί. Φώναξε τότε δυνατά τρεις φορές γελώντας.
– Τα έλυσα τα μάγια μου.
Τότε ξαφνικά βρέθηκε πάλι στο σπίτι τού μάγου κι ήταν εκεί και οι γονείς του. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Παναγιτης, Στθης, 11 χρνων
Tεύχος 1ο 
Σελ:34-36

Παραμύθια σχόλια στην επικαιρότητα

Ο κοπρίτης και ο δέκα φορές κοπρίτης

 Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας που ‘χε πολλά γουρούνια. Αλανιάρικα. Τα γνώριζε όλα. Στο καθένα είχε δώσει κ’ ένα όνομα. Το πιο χοντρό και τεμπέλικο το ‘λεγε κοπρίτη. Ξέρετε γιατί; Όλη μέρα έτρωγε και όλη μέρα κόπριζε. Έτρωγε, έπινε, πάχαινε και έβριζε. Όταν έβριζε έβγαζε κοπριά και από το στόμα.
 Σε εκείνη τη χώρα αγαπούσαν πολύ τα γουρούνια και όλο γι’ αυτά μιλούσαν. Ήταν το σύμβολο της χώρας.
 Το λοιπόν, ο Κοπρίτης τρώγοντας-τρώγοντας δεν άργησε να γίνει το πιο χοντρό γουρούνι της xώρας. Όλοι ήξεραν για τον Κοπρίτη. Το ’μαθε και ο βασιλιάς και ζήτησε να του τον πάνε στο παλάτι.
-Μα γουρούνι στο παλάτι βασιλιά μου; του ‘λεγαν οι αυλικοί.
-Δεν είναι τυχαίο γουρούνι, είναι το πιο ξακουστό, τους λέει.
-Μα θα βρωμάει, βγάζει κοπριά και από το στόμα.
-Θα το πλύνετε, θα το καθαρίσετε, θα το ψειρίσετε και θα το φέρετε, απαντούσε ο βασιλιάς.
-Μα συνέχεια κοπρίζει…
-Θα το βάζετε να κοπρίζει τους βασιλικούς κήπους.
Τι να κάνουν; Βασιλική διαταγή! Σαράντα μέρες το ΄πλεναν και το ψείριζαν. Ε, και το πήγαν.
 Ο βασιλιάς χάρηκε πολύ. Μάλιστα έδωσε διαταγή να του φτιάξουν μια μεγάλη άμαξα για να το γυρίσει σε όλα τα βασίλεια, και να εντυπωσιάσει. Κανείς βασιλιάς δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο ποτέ!
 Έτσι και έγινε. Όπου περνούσε ο βασιλιάς με την άμαξα του και ο Κοπρίτης με τη δική του, μαζευόταν πολύ κόσμος. Όλοι θαύμαζαν τον Κοπρίτη.  Ο βασιλιάς μιας και δεν είχε τι να πει στο λαό του και στους άλλους βασιλιάδες, έδειχνε το γουρούνι του και έδινε υπόσχεση, πως θα του βρει τους καλύτερους δασκάλους για να το μάθουν γράμματα και να μάθει να μιλάει.
-Να σου ζήσει- να σου ζήσει του φώναζαν όλοι.
Μια μέρα για να γελάσουν με το κουτό βασιλιά κάποιος του φώναξε:
Κάνε τον Κοπρίτη αντιβασιλιά
στρώσε του και κόκκινα χαλιά.
 Δεν ήθελε και πολύ ο βασιλιάς και έδωσε διαταγή να φτιάξουν βασιλικά ρούχα στον Κοπρίτη και να του στρώνουν και κόκκινα χαλιά. Μάλιστα ζήτησε να του βρουν και μια νέα για να τον παντρέψουν.
-Μα βασιλιά μου παντρεύονται τα γουρούνια; Του έλεγαν.
-Το δικό μου θα παντρευτεί , θα μάθει γράμματα και θα μιλάει… Βρείτε του μια φτωχή, αλλά όμορφη.
Ο Κοπρίτης το μόνο που ήξερε να λέει ήταν:
Οτσ- οτσ-οτς.
Ο δάσκαλος που του πήγαν δεν τον άντεχε άλλο…
Ότι και να του έλεγε έπαιρνε την ίδια απάντηση.
Οτσ-οτσ-οτς.Οτσ-οτς,οτς.
Μια μέρα ο δάσκαλος του λέει:
-Είσαι δεν είσαι βασιλικό γουρούνι και δε θα μάθεις ποτέ σου γράμματα. Είσαι αλανιάρικο. Είσαι αλάνι. Δεν κάνεις για αντιβασιλιάς. Θα πω σε όλους να σε φωνάζουν Αλάν.
Τότε ο Κοπρίτης θυμώνει βγάζει κοπριά από το στόμα και φωνάζει:
-Όχι οτς Αλάν- όχι οτς Αλάν.
Ο δάσκαλος τότε του λέει
-Τώρα που άρχισε να μιλάς θα σε μάθω να μετράς.
Και αρχίζει:
-Ένα Κοπρίτη, δυο Κοπρίτη, τρία Κοπρίτη, τέσσερα Κοπρίτη, πέντε Κοπρίτη, έξι Κοπρίτη, εφτά Κοπρίτη, οχτώ Κοπρίτη, εννιά Κοπρίτη, δέκα Κοπρίτη… Πέστα Κοπρίτη.
Και τότε ο Κοπρίτης του λέει:
-Εσύ είσαι δέκα φορές Κοπρίτης που θέλεις να με μάθεις γράμματα.
  Από τότε έκαναν τον Κοπρίτη αντιβασιλέα και ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Έκαναν και μια μεγάλη γιορτή που ήμουνα και εγώ εκεί και τα ήπιαμε και τα φάγαμε μαζί.

Δημήτρης Αβούρης
Τεύχος 3
Σελ:78-80

Παραμύθια σχόλια στην επικαιρότητα

Η στήλη της ντροπής

   Ήτανε μια φορά και ένα καιρό ήταν ένας λαός που ξέχναγε. Ζούσε στη πιο πλούσια χώρα του κόσμου. Είχε μεγάλη ιστορία. Τα παλιά χρόνια ζούσε εκεί ένας μεγάλος προδότης που τον έλεγαν Εφιάλτη. Ήταν ξακουστός σε όλες τις χώρες. Ακόμα και στον ύπνο τους οι άνθρωποι, όταν έβλεπαν όνειρο κακό, το έλεγαν εφιάλτη. Πέρασαν τα χρόνια και ο Εφιάλτης ξεχάστηκε για την προδοσία του. Μόνο τα κακά όνειρα έλεγαν πια εφιάλτες.
   Αυτή η χώρα είχε και άλλους προδότες. Κάποιοι από αυτούς βάλθηκαν να ξεπεράσουν τον εφιάλτη. Έκαναν τόσες προδοσίες που όλοι ντρεπόταν για αυτούς. Ήταν ντροπή της χώρας.
   Για κάθε προδοσία ξένοι βασιλιάδες τους έδιναν χρυσάφι. Έτσι έγιναν οι πιο πλούσιοι απ΄ όλους. Χωρίς να δουλεύουν. Ήταν άνθρωποι ξεδιάντροποι.
   Κάθε τέσσερα χρόνια γινόταν εκλογές στη χώρα. Οι ξεδιάντροποι ήθελαν να γίνουν αρχηγοί. Σε πολιτείες και χωριά. Έταζαν σε όλους ότι θα τους κάνουν πλούσιους και τους πλήρωναν για να τους ψηφίσουν.
   Οι άνθρωποι φτωχοί και αγράμματοι τους ψήφιζαν. Πολλοί τους ψήφιζαν για να τους έχουν φίλους ή άλλοι επειδή ήθελαν πολύ να τους μοιάσουν. Να ζουν και αυτοί πλούσια χωρίς να δουλεύουν.
   Με τούτα και με κείνα ξεπούλησαν τη χώρα σε ξένους,
  Πέρασαν χρόνια και χρόνια και οι άνθρωποι δεν άντεχαν άλλο να ζουν σκλάβοι των ξένων. Ούτε μπορούσαν άλλο να ντροπιάζεται η χώρα τους από τους προδότες, που έβρισκαν πάντα τρόπο να αρπάζουν το βιος των τίμιων.
  Έφτιαχναν νόμους για να μπορούν στέλνουν στη φυλακή τους τίμιους και μετά τους ζητούσαν χρυσάφι για να τους ελευθερώσουν. Έτσι κατάφεραν να τους τα πάρουν όλα. Ο λαός πολέμησε χρόνια πολλά μέχρι να ελευθερωθεί. Κάποτε τα κατάφερε. Τότε οι πιο σοφοί αποφάσισαν να φτιάξουν μια στήλη της ντροπής. Μια πελώρια μαρμάρινη κολώνα. Πάνω τους έγραψαν τα ονόματα όλων όσων ντρόπιασαν τη χώρα.
   Ξέχασα να σας πω ότι επειδή αυτοί που την ντρόπιαζαν ήθελαν από μόνοι τους να γίνονται αρχηγοί. Δηλαδή με τη θέληση τους. Τους έλεγαν βουλευτές, επειδή στη χώρα αυτή, η θέληση λέγεται βούληση.
   Όσο για τη στήλη την τοποθέτησαν έξω από ένα μεγάλο παλάτι που εκεί μαζευόταν οι ξεδιάντροποι και κουβέντιαζαν για τις προδοσίες τους. Και έτσι έμειναν αυτοί στην ιστορία. Και άνθρωποι σ’ αυτή τη χώρα άρχισαν λίγο λίγο να θυμούνται.

Δημήτρης Αβούρης
4ο Τεύχος
σελ. 84-85


Παραμύθια σχόλια στην επικαιρότητα


Οι Τροικάντζαροι

          Ήταν μια φορά κι έναν καιρό, ένας γέρος και μια γριά. Zoύσαν σ΄ ένα χωριό. Ήταν φτωχοί. Πολύ φτωχοί! Όπως όλοι οι συχωριανοί τους. Υπήρχαν μέρες που δεν είχαν να φάνε...
-      Τι να τρώνε οι αφεντάδες, σήμερα; Τα σκουπίδια τους να 'χαμε, γλέντι θα κάναμε! Έλεγε ο γέρος...
          Δίπλα στο χωριό τους, ήταν μια πολιτεία. Εκεί ζούσαν πολλοί αρχόντοι. Πλούσιοι δεν ήτανε! Όχι! Τα πολύ παλιά χρόνια, είχαν τον τρόπο τους. Τώρα, είχαν ξεπέσει!  Σε κανέναν, δεν είπαν για το χάλι τους. Ξόδευαν, συνεχώς, ότι είχαν και δεν είχαν. Σε κάθε ευκαιρία, μαζεύονταν όλοι μαζί. Να τα τραπέζια, να γεμίζουν τις κοιλιές τους... Να τα κυνήγια, να σκοτώσουν ότι απόμεινε στα δάση τους... Να οι παρελάσεις, ν΄ αγοράσουν όπλα...
-      Λεφτά υπάρχουν, έλεγαν και ξανάλεγαν.
          Κάποτε, το κακό παράγινε! Τα φλουριά, κοντεύανε να τελειώσουν. Οι αποθήκες άδειασαν. Μαζευτήκανε, που λέτε, σ' ένα αρχοντικό, να δούνε τι θα κάνουνε. Τρώγανε, πίνανε και κουβεντιάζανε... Τρώγανε, πίνανε και κουβεντιάζανε...
Τους βρήκε η νύχτα. Μεσάνυχτα! Μια φωνή ακούστηκε:
Όταν τελειώσουν τα φλουριά
κι αν θες και λίγη σιγουριά,
μπορώ να δώσω δανεικά,
μα όλα τα κέρδη, μισακά!
          Κοιτάζουν από δω, κοιτάζουν από κει... Τι να δουν; Πάνω σ΄  ένα δέντρο, κάτι ανθρωπάκια. Ξανθά κι αδύνατα! Με μαύρα ρούχα και καπέλα. Έλαμπαν από πάστρα! Ανάμεσα τους, κάτι σαν γυναίκα, να λέει και να ξαναλέει:
-        μπορώ να δώσω δανεικά...
          Αμέσως, κανονίσανε το δάνειο! Γεμίσανε, ξανά, τα σεντούκια τους φλουριά... Οι αποθήκες, καρπό... Οι αρχοντάδες να τρώνε και να πίνουνε! Δώσανε και στο λαό!  Έφαγε κι ο γέρος. Λίγδωσε τ' άντερό του!
-      Να 'ναι καλά οι αφεντάδες μας! Τα δώσανε όλα, στον κοσμάκη!
-      Ξεκούτιανες γέρο; Θα μας τα ζητήσουν πίσω! Διπλά και τρίδιπλα θα τα πληρώσουμε...
          Σύντομα, ήρθε 'κείνη η ώρα! Οι τροϊκάντζαροι, έτσι τους λέγανε, φωνάξανε:
-      Ελάτε, να κάνουμε λογαριασμό! Τόσα σας δώσαμε... Τόσα μας χρωστάτε!
-      Μα δεν τα πήραμε όλα τούτα...
-      Αυτό είναι το διάφορο, το κέρδος μας... Δεν είπαμε, μισά μισά;
          Μαζευτήκανε πάλι οι αρχοντάδες, να δούνε τι θα κάνουνε. Τρώγανε, πίνανε και κουβεντιάζανε... Τρώγανε, πίνανε και κουβεντιάζανε... Ξάφνου, λέει ένας:
-      Ο λαός! Αυτός τα ΄φαγε, αυτός να τα πληρώσει! Να βάλουμε φόρους!
          Έτσι κι έγινε! Βάλανε φόρους! Αγκομαχούσε ο κόσμος... Πάνω στο κεφάλι του, οι τροϊκάντζαροι. Να κυβερνάνε αυτούς που τους κυβερνούσανε!  Όταν είδανε, πως οι λογαριασμοί δεν βγαίνανε, βάλανε κι άλλους φόρους!  Ούτε να κατουρήσεις δεν μπορούσες, χωρίς να πληρώσεις!
-      Τι να κάνουμε; έλεγε ο γέρος. Αφού τα πήραμε...
-      Βρε μουρλόγερε, έλεγε η γριά. Μας κλέβουνε! Δεν θα σταματήσουν,  μέχρι, να μας πιουν το αίμα...
          Τότε, οι τροϊκάντζαροι, βγάλανε διαταγή:
-      Όποιος έχει ζώα, να τα φέρει στην πλατεία! όποιος δεν έχει, πάλι να τα φέρει...
          Κίνησε ο γέρος κι η γριά, κατά 'κει. Ζώα, δεν είχανε... Μια γάτα, μονάχα! Τους πήρε, το κατόπι. Σαν φτάσανε, τι βλέπουν; Κόσμος πολύς, περίμενε. Άλλος με τις κότες και τα κοκκόρια του. Άλλος με τα πρόβατα και τα γίδια του. Άλλος με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια του. Ντυμένοι, οι τροϊκάντζαροι, με άσπρες ποδιές και γάντια. Ζυγίζανε τα ζωντανά και βγάζανε το χαράτσι! Μικρή η γάτα, μα δυό φλουριά ζητήσαν στα γερόντια... Βάνει τα κλάματα ο γέρος, αρχινάει τις κατάρες η γριά:
-      Που κακή λαμπριά, να σας εύρει... που να πάθετε το χτικιό... να σας πιάσει χλαπάτσα... Αθεόφοβοι! Δυό χρυσά για ένα γατί; Που ακούστηκε; Το καλύβι μας να πουλήσουμε, δυό χρυσά δεν τα πιάνουμε...
          Μα έτσι έγινε... Το πουλήσανε το καλύβι τους... και τα τεντζερέδια και τα σκουτιά τους. Δανείστηκε ο γέρος, έδωσε τη βέρα της η γριά... Τα βρήκανε τα φλουριά για τη γάτα...     
          Δεν πέρασε πολύς καιρός κι οι ξένοι αρχίσαν να λένε:
-      Δω πέρα, όλο κάθεστε και λιάζεστε... Πρέπει να γίνετε  σαν εμάς, εργατικοί! Ποτέ δεν βλέπουμε ήλιο! Βγάλαν, το λοιπόν,  καινούργια διαταγή:
-      Όποιος έχει ήλιο πάνω απ' το κεφάλι του, κι όποιος δεν έχει, να πληρώσει...
          Τρόμαξε ο λαός μα τι να πει; Οι τροϊκάντζαροι είχαν πάντα δίκιο!
-      Να σας πάρει τον πατέρα... κόριζα να κολήσετε... τέσσερις να σας πάνε! Έβριζε η γριά. Κεραμίδι, για κεραμίδι δεν μας έμεινε και πρέπει πάλι να πληρώσουμε...
-      Σώπα γριά! Αν φύγουνε, τι θ΄ απογίνουμε; έλεγε ο γέρος.
-      Ξεκούτιανες μωρέ; Τι θ΄ απογίνουμε; Θα πεινάμε με την ησυχία μας!
          Για καλή τους τύχη, ένα φλουρί τους ζητήσανε... Πούλησε ο γέρος τα δυό χρυσά του δόντια, άρχισε να ξενοπλένει η γριά... Το σύμασαν, όπως κι όλοι οι άλλοι! Μα καθώς λένε, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά τ΄ όνομα... Είδανε οι τροϊκάντζαροι, πως τούτος ο λαός, κάνει ότι του πούνε και πληρώνει όσα κι όσα... 
-      Όποιος έκανε παιδιά κι όποιος δεν έκανε, πρέπει να δώσει κεφαλικό φόρο...
          Που να τα βρει ο κόσμος; Μια και δυό, μαζεύονται στην πλατεία! Να βρίζουν τους άρχοντες! Κουβέντα για τους άλλους, μην τύχει και φύγουνε... Ξάφνου, ένα παιδί, κατεβάζει τα βρακιά του. Το ΄χε πιάσει η κοιλιά του, απ΄ τα πολλά άγουρα που 'τρωγε για να χορτάσει. Εκεί, μπροστά σ΄ όλους, τ΄ αμολάει...
-      Είναι αγριάνθρωποι! Είναι βρωμιάρηδες! Είναι ξεδιάντροποι... είπαν οι ξένοι και γύρισαν αλλού τα κεφάλια τους. Είχαν βλέπετε, μεγάλη σιχασιά!
          Μετά, ένα δεύτερο παιδί, μετά ένα τρίτο κι ένα τέταρτο, ξεβρακώθηκαν... Τρόμαξαν οι τροϊκάντζαροι! Μαζεύονται μέσα, μη μυρίζουν και μη βλέπουν!
-      Τόση αρχοντιά, πια! Αυτοί δεν τα κάνουνε... έλεγε ο λαός και γέλαγε.
          Τότε τους ήρθε η ιδέα. Αρχίσανε όλοι μαζί, να ρεύονται, να φτύνουνε, να αποπατούνε! Γέμισε η πλατεία σκατούλες! Μεγάλη η βρώμα! Αυτοί, όμως να γελάνε και να γελάνε... Γέλαγαν και τραγουδούσαν:
                                             
  Αν πεινάω δεν σε μέλει,
 έλα κι έχει εδώ το μέλι!
 Κι αν βρωμάει κι μυρίζει
  μένα ο κώλος μου, γυρίζει!

          Έτσι φύγανε οι τροϊκάντζαροι! Ποτέ, δεν ξαναφάνηκαν σε κείνα τα μέρη. Κίνησαν για άλλες πολιτείες, να βοηθήσουνε άλλους λαούς!  Άφησαν ήσυχους τους αγριάνθρωπους, τους βρωμιάρηδες, τους ξεδιάντροπους! Έμεινε ο γέρος με τη γριά και τον κοσμάκη, να πεινάνε και να χαίρονται την λεφτεριά τους...
          Και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.

Γεωργία Καρκάνη
6ο τεύχος
σελ. 77-80